δίκορσος

δίκορσος
δίκορσος, -ον (Α)
ο δικέφαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- (< δις) + κόρση «κρόταφος, κεφάλι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δίκορσος — two headed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίκορσον — δίκορσος two headed masc/fem acc sg δίκορσος two headed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόρση — και κόρρη, ἡ (ΑM, Α δωρ. τ. κόρρα, αιολ. τ. κόρσα) το κεφάλι («κόρσαι ἀναύχενες», Εμπ.) αρχ. 1. το πλάγιο μέρος τής κεφαλής, ο κρόταφος («ξίφει ἤλασε κόρσην», Ομ. Ιλ.) 2. η γνάθος, το σαγόνι («τύπτειν... ἐπὶ κόρρης», Πλάτ.) 3. συν. στον πληθ. αἱ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”